-
1 οφθαλμός
ο1) прям., перен. глаз; око (книжн.); 2) почка, глазок (у растений); 3) полигр, очко;§ οφθαλμός αντί οφθαλμού — око за око;
κλείνω τούς οφθαλμούς — закрывать глаза (на что-л.);
έχω προ των οφθαλμών μου — иметь в виду;
υπό τούς οφθαλμούς μου — перед моими глазами, передо мной;
ενώπιον των οφθαλμών — на глазах у всех, перед глазами;
εν ριπή οφθαλμού — моментально, в мгновение ока;
διά γυμνού οφθαλμού — невооружённым глазом;
αποστρέφω τούς οφθαλμούς μου — отводить глаза, не желать видеть
-
2 προεχω
стяж. προὔχω (fut. προέξω, aor. προέσχον)1) выставлять вперед, держать впереди (себя)(τέν ἀσπίδα Arph.; τὼ χεῖρε Xen.)
προέχεσθαί τι Her. — держать что-л. перед собойσὺ μὲν τὰδ΄ ἂν προὔχοιο Soph. — что же, прикрывайся этими (отговорками)
3) med. предлагать4) раньше знатьπροέχων τῶν Ἀθηναίων οὐ φιλίας γνώμας Her. — (хотя Мардоний) уже раньше знал о враждебности афинян
5) иметь или получать раньшеὁ προέχων Arst. — первый обладатель;
ἔκ τινος τιμέν π. τινός Soph. — быть почитаемым кем-л. преимущественно перед кем-л.6) выдаваться, возвышатьсяπύργῳ ἔπι προὔχοντι ἐρείσας Hom. — прислонившись к высокой башне;
ἀκτέ προέχουσα ἐς τὸν πόντον Her. — вдающийся в море мыс;τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc. — выступ тарана7) быть впереди, опередить(προέχων τῶν ἄλλων Her.)
ὅ προὔχων Hom. — идущий впереди (конь);π. ἡμέρης ὁδῷ Her. — быть впереди на расстоянии дневного перехода;π. ἡμέρᾳ καὴ νυκτί Thuc. — быть впереди на расстоянии суточного перехода;εἴκοσιν ἔτεσιν π. Plat. — быть старше на 20 лет8) быть выдающимся, обладать превосходством, превосходить(τινός τινι Her.)
ἄνδρες (οἱ) δήμου προὔχουσιν HH. — лучшие мужи народа;εἰ προὔχοιεν Thuc. — если (какая-л. партия) брала верх;ἑνὴ μόνῳ π. τινά Xen. — иметь лишь одно преимущество над кем-л.;οἱ προὔχοντες Thuc. — предводители, начальники;πλήθει προὔχοντες καὴ ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ Thuc. — превосходящие численностью и боевым опытом;οὔ τι προέχει τούτων ἐπιμεμνῆσθαι Her. — бесполезно вспоминать об этом;προεχόμεθα ; - Οὐ πάντως NT. — разве мы лучше (их)? - Нисколько
См. также в других словарях:
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek